- λευκοκυτταρικός
- -ή, -όιατρ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα λευκοκύτταρα2. φρ. «λευκοκυτταρικός τύπος» — η εκατοστιαία αναλογία τών διαφόρων ειδών τών λευκοκυττάρων στο περιφερειακό αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucocytaire < γαλλ. leucocyte].
Dictionary of Greek. 2013.