λευκοκυτταρικός

λευκοκυτταρικός
-ή, -ό
ιατρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα λευκοκύτταρα
2. φρ. «λευκοκυτταρικός τύπος» — η εκατοστιαία αναλογία τών διαφόρων ειδών τών λευκοκυττάρων στο περιφερειακό αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leucocytaire < γαλλ. leucocyte].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λευκοκυττάρωση — Παθολογική αύξηση του αριθμού των λεμφοκυττάρων (λευκών αιμοσφαιρίων) του αίματος. Θεωρείται ότι υπάρχει λ. όταν υπάρχουν περισσότερα από 8.000 στοιχεία ανά κυβικό χιλιοστό για τους ενηλίκους. Σύνηθες αίτιο της λ. είναι η λοίμωξη, οπότε η λ.… …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”